Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βάρβιλος — βάρβιλος, η (Α) η άγρια ροδακινιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
βάρβιλον — βάρβιλος seedling peach tree fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)